ἐξιστάνω

ἐξιστάνω
V 0-0-0-0-1=1 3 Mc 1,25
to divert from [τινος]; neol.
→TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξιστάνω — βλ. εξίσταμαι …   Dictionary of Greek

  • εξίσταμαι — (AM ἐξίστημι, μέσ. εξίσταμαι και ἐξιστάνω και ἐξιστῶ, άω) [ίστημι] μσν. νεοελλ. μένω έκθαμβος, σαστίζω («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι») μσν. 1. μέσ. ταράζομαι, τρομάζω 2. (το θηλ. τής μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκυῑα έξαλλη, αλλόφρων αρχ. 1. μετακινώ από …   Dictionary of Greek

  • ԶԱՐՀՈՒՐԵՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի, եցո՛.) NBH 1 0720 Chronological Sequence: Unknown date ն. ἑξίστημι, ἑξιστάνω, ἑκφοβέω , πτοέω, καταπλήσσω, δειματέω exterreo, terrefacio Տալ զարհուրիլ. ահաբէկ առնել. սարսափեցուցանել. դողացուցանել. ափշեցուցանել. խիստ վախցընել. դողցընել …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”